πέταλος

Revision as of 23:40, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

German (Pape)

[Seite 604] ion. πέτηλος, ausgebreitet, dah. breit, flach, πετάλας μάκωνος, Diod. Zon. 6 (IX, 226). – Übertr. auch μόσχοι, mit Hörnern, die sich auseinander sperren, ausgewachsene Kälber, Ath. IX, 376 a; Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

πέτᾰλος: Ἰων. πέτηλος, -η, -ον, πλατύς, πεπταμένος, Ἀνθ. Π. 9. 226· κατὰ τὸ πλεῖστον ἐν τῷ συνθέτ. ἐκπέταλος. ΙΙ. μεταφορ., ἐπὶ ζῴων, ὁ ἔχων πλήρη ἀνάπτυξιν, μέγας, μόσχοι, Ἀθήν. 376Α· οὕτως, ὗς πεταλὶς Ἀχαιός, αὐτόθι· πρβλ. Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 étendu et plat;
2 développé, déjà grand (jeune animal);
3 allongé (sur ses jambes).
Étymologie: R. Πετ, se déployer, cf. πετάννυμι.

Greek Monolingual

-ον, Α
βλ. πέτηλος.

Greek Monotonic

πέτᾰλος: Ιων. πέτηλος, , -ον, πλατύς, φαρδύς, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

πέτᾰλος: ион. πέτηλος 3 распростертый, широкий: πέταλαι μάκωνες Anth. широкие поля мака.

Middle Liddell

broad, flat, Anth.