φαρδύς

From LSJ

μέγας εἶ, Κύριε, καί θαυμαστά τά ἔργα σου → Great are You, O Lord, and marvelous are Your works

Source

Greek Monolingual

-ιά, -ύ, Ν
ευρύς, πλατύς.
επίρρ...
φαρδιά Ν
ευρέως, πλατιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εὐ-φραδής «σαφής», κατά τα επίθ. σε -υς (πρβλ. πλατύς)].