φαρδύς
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
-ιά, -ύ, Ν
ευρύς, πλατύς.
επίρρ...
φαρδιά Ν
ευρέως, πλατιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. εὐ-φραδής «σαφής», κατά τα επίθ. σε -υς (πρβλ. πλατύς)].