καταγώνισις
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 1344] ἡ, das Niederkämpfen, die Überwältigung, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
κατᾰγώνισις: -εως, ἡ, νίκη, Γλωσσ.· οὕτως ἀναγνωστέον παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κατάγωσις·- ὡσαύτως καταγωνισμός, ὁ, Πολυδ. Θ´ 142.
Greek Monolingual
καταγώνισις, ἡ (Α) καταγωνίζομαι
νίκη, κατίσχυση.