καταγώνισις

Revision as of 23:45, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

English (LSJ)

εως, ἡ,    A conquest, Gloss., Hsch. (κατάγωσις cod.).

German (Pape)

[Seite 1344] ἡ, das Niederkämpfen, die Überwältigung, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κατᾰγώνισις: -εως, ἡ, νίκη, Γλωσσ.· οὕτως ἀναγνωστέον παρ’ Ἡσύχ. ἀντὶ κατάγωσις·- ὡσαύτως καταγωνισμός, ὁ, Πολυδ. Θ´ 142.

Greek Monolingual

καταγώνισις, ἡ (Α) καταγωνίζομαι
νίκη, κατίσχυση.