δενδροτρόφος

Revision as of 00:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A rearing trees, ὄρη Max.Tyr.31.7.

Greek (Liddell-Scott)

δενδροτρόφος: -ον, ὁ τρέφων τὰ δένδρα, Μάξ. Τύρ. 125, 28.

Spanish (DGE)

-ον que cría árboles ὄρη Max.Tyr.25.7.

Greek Monolingual

δενδροτρόφος, -ον (Α)
(για τόπους) κατάλληλος για την καλλιέργεια δένδρων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δένδρον + -τρόφος < τρέφω.