διάνημα

Revision as of 00:15, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ατος, τό, A that which is spun, a thread, Pl.Plt.309b.

Greek (Liddell-Scott)

διάνημα: τὸ κλωσθέν, κλωστή, νῆμα, Πλάτ. Πολιτ. 309Β.

Spanish (DGE)

-ματος, τό entramado fig., Pl.Plt.309b.

Greek Monolingual

διάνημα, το (Α) διανέω
1. η κλώση, το κλώσιμο
2. η κλωστή, το νήμα.

Russian (Dvoretsky)

διάνημα: ατος τό νέω III] нити, пряжа Plat.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

διάνημα -ατος, τό [διανήθω] draad.