εως, ἡ, A fastening together, structure, δ. σωματική bodily frame, Herm. ap. Stob.1.49.69.
διάπηξις: -εως, ἡ, σύμπηξις, σύνδεσις, συναρμογή, κατασκευή, Λατ. compages, Ἑρμ. ἐν Στοβ. Ἐκλ. 1. 1094.
-εως, ἡarmazón, entramado σωματική Corp.Herm.Fr.26.14.