διεξέλασις

Revision as of 00:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A = διέλασις, Id.Sull.18, Hld.9.18.

German (Pape)

[Seite 619] ἡ, das Durchbrechen, Durchreiten; Plut. Sull. 18; Heliod. 9, 18.

Greek (Liddell-Scott)

διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, Πλούτ. Σύλλ. 18, Ἡλιόδ. 9. 18.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
charge de cavalerie.
Étymologie: διεξελαύνω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
carga, embestidade carros, Plu.Sull.18, de caballos, Hld.9.18.2.

Greek Monolingual

διεξέλασις, η (Α) διεξελαύνω
διέλασις.

Greek Monotonic

διεξέλᾰσις: -εως, ἡ, = διέλασις, σε Πλούτ.

Russian (Dvoretsky)

διεξέλᾰσις: εως ἡ Plut. = διέλασις 2.

Middle Liddell

διεξέλᾰσις, εως n [from διεξελαύνω = διέλασις, Plut.]