διέλασις
τὸ τῶν γεωργῶν ὅσαι τε ἄλλαι τέχναι (Plato, Timaeus 17c10) → the class of farmers and other such crafts(men)
English (LSJ)
-εως, ἡ,
A driving through, of a nail, Plu.2.659d.
II charge or exercise of cavalry, ἡ εἰς τάχος δ. X.Eq.Mag.3.4.
Spanish (DGE)
-εως, ἡ
1 carga de caballería ἡ εἰς τάχος δ. la carga al galope X.Eq.Mag.3.4.
2 acción de pasar a través τῇ διελάσει ... τὸν ἧλον ἐφ' ἑαυτὸν τὰ ὑγρὰ συνάγειν que el clavo al pasar a través (de la carne) atrae hacia sí la humedad Plu.2.659d.
German (Pape)
[Seite 619] ἡ, das Durchtreiben, vom Nagel, Plut. Symp. 3, 10, 3; das Durchreiten, Parade der Reiterei, Xen. Hipp. 3, 4.
French (Bailly abrégé)
εως (ἡ) :
action de s'enfoncer à travers.
Étymologie: διελαύνω.
Russian (Dvoretsky)
διέλᾰσις: εως ἡ
1 вбивание, вколачивание (sc. τοῦ ἥλου Plut.);
2 стремительный проезд (конницы) Xen.
Greek (Liddell-Scott)
διέλᾰσις: -εως, ἡ, διαπέρασις, ἥλου Πλούτ. 2. 659D. ΙΙ. ἔφοδος ἢ ἄσκησις ἱππικοῦ, ὡς τὸ διϊππασία, Ξεν. Ἱππαρχ. 3. 4.
Greek Monolingual
διέλασις, η (Α) διελαύνω
1. (για καρφί) διαπέραση
2. έφοδος ή άσκηση ιππικού.
Greek Monotonic
διέλᾰσις: -εως, ἡ, διαπέραση, έφοδος ή άσκηση ή παρέλαση ιππικού, σε Ξεν.
Middle Liddell
διέλᾰσις, εως n [from διελαύνω
a driving through: a charge or exercise of cavalry, Xen.