διομολόγησις

Revision as of 00:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

εως, ἡ, A convention, πρός τινα Plb.3.27.9 (pl.), D.S.9.10 (pl.).

Greek (Liddell-Scott)

διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, πρός τινα Πολύβ. 3. 27, 9.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
convention.
Étymologie: διομολογέω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
pacto πρὸς Ἀσδρούβαν Plb.3.27.9
contrato concerniente a ταῖς ὑπὲρ τῶν ἄλλων διομολογήσεσι περὶ χρημάτων D.S.9.10.

Greek Monotonic

διομολόγησις: -εως, ἡ, συμφωνία, σε Πολύβ.

Russian (Dvoretsky)

διομολόγησις: εως ἡ соглашение, взаимное условие Polyb., Diod.

Middle Liddell

διομολόγησις, εως n n
a convention, Polyb.