διομολογέω

From LSJ

ἀνὴρ ἀχάριστος μὴ νομιζέσθω φίλος → an ungrateful man should not be considered a friend

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: διομολογέω Medium diacritics: διομολογέω Low diacritics: διομολογέω Capitals: ΔΙΟΜΟΛΟΓΕΩ
Transliteration A: diomologéō Transliteration B: diomologeō Transliteration C: diomologeo Beta Code: diomologe/w

English (LSJ)

A make an agreement, ἀποστήσεσθαι X.Ages.3.5; agree, concede, c. acc. et inf., Luc.Nigr.26:—Pass., to be agreed on, mostly in pf., διωμολογημένον ἐμοί τε καὶ σοί Pl.Euthd.282c, cf. BGU350.17 (ii A. D.), etc.; ἡ Ἀσία διωμολόγηται παρ' ἡμων βασιλέως εἶναι Isoc.4.137; also τὰ διομολογούμενα Plb.31.19.1: aor., δεῖ διομολογηθῆναι ὅτιPl.R. 456c.
II more freq. in Med., aor. -ωμολογησάμην, agree mutually, agree upon certain points, take them as granted, concede, grant, δ. τὴν δικαιοσύνην ἀρετὴν εἶναι ib.350d; τι ib.507a, al.; δ. τοὺς τόκους agree on the interest to be paid, D.56.5; δ. περί τινος Pl.Tht. 169e, Is.3.39; ἅπαντα διωμολογημένος πρὸς τὸν πατέρα having agreed with my father to do everything, D.28.14: c inf. pres., Is.3.28, fut., ibid., aor., 8.23; followed by a relat. Conj., δ. πότερονPl.R. 394d; δ. εἰ… Id.Grg.500e; τί ποτ' ἔστιν Id.Sph.260a.

Spanish (DGE)

• Morfología: [raro en v. act., gener. en v. med.]
1 prometer, comprometerse c. inf., gener. de fut. διωμολόγησεν ... ἀποστήσεσθαι βασιλέως X.Ages.3.5, διωμολογήσατο ... τιμὴν ἀπολαβεῖν Is.8.23, μηδεμίαν προῖκα ... διωμολογήσαντο ἕξειν Is.3.28, μηδὲν εἰς αὐτὸν παρανομήσειν διομολογησαμένων D.H.4.55, ἀργυρίον ... ἀποδώσειν ... διομολογησάμενος Luc.Icar.5, cf. D.C.44.26.3, en v. pas. χρυσίου συχνοῦ διομολογηθέντος ὑπὲρ τῆς γυναικός Plb.21.38.3, τὸν διομολογηθέντα μισθόν Ph.2.368.
2 convenir, reconocer, ponerse de acuerdo en c. ac. τοὺς τόκους D.56.5, ἃ ... ἔλεγον διομολόγησαί μοι Pl.Grg.500e, c. ac. compl. dir. y giro prep. ἅπαντα διωμολογημένος πρὸς τὸν πατέρα D.28.14, c. complet. de inf. διωμολογησάμεθα τὴν δικαιοσύνην ἀρετὴν εἶναι Pl.R.650d, ἐπεὶ διομολογήσαιτο ... ἀγαθὸν εἶναι X.Mem.1.2.57, c. interr. indir. δεῖ λόγον ἡμᾶς διομολογήσασθαι τί ποτ' ἔστιν Pl.Sph.260a, χρείη διομολογήσασθαι πότερον ... Pl.R.394d, ἥντινα χρὴ ... ἀγαγεῖν Theopomp.Hist.121, διομολογησώ[με] θα τί ἐστιν Epicur.Fr.[21.5] 16, οὐ διομολογεῖται πρὸς σέ, ὃν ἔχει τρόπον Philostr.VA 2.40, c. conj. ὅτι ... δυνατά, διωμολόγηται Pl.R.456c, c. giro prep. περὶ τῶν δοθησομένων Is.3.39, περὶ πάντων D.S.1.91
abs. Pl.R.507a, Phdr.237c, Aen.Tact.24.5
tb. en v. act. οὐδὲ τὴν ἀρχὴν αὑτοῦ εἶναι διωμολόγει Luc.Nigr.26
en v. pas. τὰ διομολογημένα lo acordado, los acuerdos δεῖν μένειν ἐπὶ τοῖς ἐξ ἀρχῆς διομολογουμένοις Plb.31.19.1, τὰ διωμολογημένα κύρια ἔστω que los acuerdos sean vinculantes, POxy.3482.15 (I a.C.), 3690.19 (II d.C.), cf. BGU 350.17 (II d.C.), τὰ διομολογηθέντα παρ' ἐμοῦ ἐν ταύτῃ τῇ διαλυτικῇ ὁμολογίᾳ PMich.Gagos 82 (VI d.C.), c. dat. τοῦτο ... οὔπω διωμολογημένον ἐμοί τε καὶ σοί Pl.Euthd.282c, c. giro prep. ταῦτα ... διομολογηθῆναι πρὸς ἀμφοτέρων D.H.11.59, τὴν Ἀσίαν ... διωμολόγηται ... παρ' ἡμῶν ... βασιλέως εἶναι Isoc.4.137.
3 abs. llegar a un acuerdo διομολογησάμενος ὁ Εὐκτήμων ἐναντίον τοῦ ἄρχοντος Is.6.32.

French (Bailly abrégé)

διομολογῶ :
convenir de ou que ; Pass. διωμολόγηται ESCHN cela est convenu;
Moy. διομολογέομαι, διομολογοῦμαι (plus us.) faire une convention.
Étymologie: διά, ὁμολογέω.

German (Pape)

zugestehen, versprechen; διωμολόγησεν ἀποστήσεσθαι βασιλέως Xen. Ages.3.5; vgl. Luc. Nigr. 26. – Gew. im med., sich untereinander verständigen, übereinkommen, sowohl in wissenschaftlichen als in rechtlichen Streitfragen, Plat. Phaedr. 237; περί τινος, Theaet. 169e, wie Xen. Hell. 4.2.13, und Sp., z.B. DS. 1.91; περί τινός τινι, Isae. 3.39; auch c. acc., σμικρὰ ἄττα Plat. Phil. 20c, wie δεῖ λόγον ἡμᾶς δι ομολογήσασθαι τί ποτ' ἐστίν, Soph. 260a, d.i. festsetzen, bestimmen, wie τοὺς τόκους Dem. 56.5; πρός τινα, 28.14. – Das perf. διωμολόγημαι in pass. Bdtg oft Plat.; ἡμῖν, ἐμοί τε καί σοι Soph. 264d; Euthyd. 282c; παρ' ἡμῶν Isocr. 4.137; aor. pass., Plat. Rep. V.456c; das praes. braucht pass. Pol. 31.27.1.

Russian (Dvoretsky)

διομολογέω: преимущ. med.
1 приходить к соглашению, взаимно признавать или обязываться, уславливаться (ποιεῖν τι Xen.; med. τι Plat., Dem. и περί τινος Isae., Plat.): τοῦτο οὔπω διωμολογημένον ἐμοί τε καὶ σοί Plat. об этом мы с тобой еще не договорились; τὰ διωμολογημένα Polyb. договорные условия;
2 обещать (διωμολόγησεν ἀποστήσεσθαι βασιλέως Xen.);
3 заявлять, объявлять: διομολόγησαί μοι, εἰ ἄρα σοι ἔδοξα ἀληθῆ λέγειν Plat. скажи мне, показалось ли тебе верным то, что я сказал; οὐ τὴν ἀρχὴν τοῦ ἀγροῦ εἶναι διωμολόγει Luc. он заявил, что не является хозяином поля.

Greek (Liddell-Scott)

διομολογέω: ὁμολογῶ, συμφωνῶ, ὑπισχνοῦμαι πρός τινα, Ξεν. Ἀγησ. 3, 5. ― Παθ., συνήθ. κατὰ πρκμ., διωμολογημένον ἐμοί τε καὶ σοὶ Πλάτ. Εὐθυδ. 282C, κτλ.· κατ’ ἀόρ., τοῦτο δὴ διομολογηθῆναι ὁ αὐτ. Πολ. 456C. ΙΙ. συχνότερον ἐν τῷ μέσ. τύπῳ, ἀόρ. -ωμολογησάμην, ἀμοιβαίως συμφωνῶ, μένω σύμφωνος εἴς τινα ζητήματα, λαμβάνω αὐτὰ ὡς δεδομένα, δ. τι εἶναι Πλάτ. 350D· τι ὁ αὐτ. 507Α, κ. ἀλλ.· δ. τοὺς τόκους, συμφωνῶ περὶ τοῦ τόκου ὃν πρέπει νὰ πληρώσω, Δημ. 1284. 14· ὡσαύτως, δ. περί τινος Πλάτ. Θεαιτ. 169Ε· ἅπαντα διομολογησάμενος πρὸς τὸν πατέρα, συμφωνήσας πρὸς τὸν πατέρα μου νὰ κάμῃ ὅλα, Δημ. 840. 6· δ. τινι περί τινος Ἰσαῖ. 41. 43· καὶ μετ’ ἀπαρ. μέλλ., ὁ αὐτ. 41. 29· ἑπομένης ἐξηρτημένης προτάσεως, δ. πότερον… Πλάτ. Πολ. 394D· δ. εἰ… ὁ αὐτ. Γοργ. 500Ε· τί ποτ’ ἐστὶν ὁ αὐτ. Σοφ. 260Α.

Greek Monotonic

διομολογέω: μέλ. -ήσω, κάνω συμφωνία, συμφωνώ, υπόσχομαι, αναλαμβάνω την ευθύνη, σε Ξεν. — Παθ., είμαι συμφωνημένος, σε Πλάτ. — Μέσ., συμφωνώ αμοιβαία, συμφωνώ σε συγκεκριμένα ζητήματα, τα λαμβάνω ως δεδομένα, παραδέχομαι, δ.τι εἶναι, στον ίδ.· περί τινος, στον ίδ.

Middle Liddell

fut. ήσω
to make an agreement, undertake, Xen.:—Pass. to be agreed on, Plat.:—Mid. to agree mutually, to agree upon certain points, take as granted, concede, δ. τι εἶναι Plat.; περί τινος Plat.