δικογραφία
English (LSJ)
ἡ, A composition of forensic speeches, Isoc.15.2.
German (Pape)
[Seite 629] ἡ, Isocr. 15, 2, das Schreiben von Proceßredensür Andere.
Greek (Liddell-Scott)
δῐκογρᾰφία: ἡ, ἡ σύνθεσις δικανικῶν λόγων, Ἰσοκρ. 310Β.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
plaidoyer rédigé pour autrui.
Étymologie: δίκη, γράφω.
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
composición de discursos forenses para otros, oratoria forense Isoc.15.2, cf. Philostr.VS 497.
Greek Monolingual
η (Α δικογραφία) δικογράφος
νεοελλ.
το σύνολο τών επίσημων εγγράφων δικαστικής υποθέσεως
αρχ.
σύνταξη δικαστικών λόγων.
Greek Monotonic
Russian (Dvoretsky)
δῐκογρᾰφία: ἡ составление судебных речей Isocr.
Middle Liddell
δῐκο-γρᾰφία, ἡ, n γράφω
the composition of lawspeeches, Isocr.