διεμπίπτω

Revision as of 00:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A fall quite into, εἴς τι Plb. 38.9.4.

German (Pape)

[Seite 619] (s. πίπτω), εἴς τι, hineingerathen, Pol. 38, 1, 4.

Greek (Liddell-Scott)

διεμπίπτω: ἐμπίπτω ἐντελῶς εἰς, εἴς τι Πολύβ. 38. 1, 4.

Spanish (DGE)

1 caer enεἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἀλλοτριότητα Plb.38.9.4
abs. caer sobre el enemigo, atacar Plb.8.26.5.
2 medic. recobrar su posición una articulación dislocada, Gal.18(1).616.

Russian (Dvoretsky)

διεμπίπτω: (aor. διέμπεσον) попадать, оказываться: εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἀλλοτριότητα διεμπεσεῖν Polyb. рассориться с римлянами.