διεμπίπτω
From LSJ
English (LSJ)
fall quite into, εἴς τι Plb. 38.9.4.
Spanish (DGE)
1 caer en εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἀλλοτριότητα Plb.38.9.4
•abs. caer sobre el enemigo, atacar Plb.8.26.5.
2 medic. recobrar su posición una articulación dislocada, Gal.18(1).616.
German (Pape)
[Seite 619] (s. πίπτω), εἴς τι, hineingeraten, Pol. 38, 1, 4.
Greek (Liddell-Scott)
διεμπίπτω: ἐμπίπτω ἐντελῶς εἰς, εἴς τι Πολύβ. 38. 1, 4.
Russian (Dvoretsky)
διεμπίπτω: (aor. διέμπεσον) попадать, оказываться: εἰς τὴν πρὸς Ῥωμαίους ἀλλοτριότητα διεμπεσεῖν Polyb. рассориться с римлянами.