δοχεύς

Revision as of 01:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

έως, ὁ, A recipient, esp. of oracles or inspiration, Orac. ap. Porph. ap. Eus.PE5.9, Herm. in Phdr.pp.105,111A.

German (Pape)

[Seite 663] ὁ, der Aufnehmende, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

δοχεύς: έως, ὁ, ὁ δεχόμενος, Χρησμ. παρ’ Εὐσ. Ε. Π. 194D.

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
hôte.
Étymologie: δέχομαι.

Spanish (DGE)

-έως, ὁ

• Morfología: [gen. δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, Orac.Chald.211; ac. δοχῆα Orác. en Porph.Fr.350.19]
1 receptor inspirado de un oráculo, médium que recibe el espíritu divino τὸν δοχέα πληρώσας τὸν χρησμὸν ἀπεφοίβαζεν Eus.PE 3.16.1, ῥεῦμα τὸ φοιβείης ... αἴγλης ... κάππεσεν ἀμφὶ κάρηνον ἀμωμήτοιο δοχῆος Orác. en Porph.Fr.349.5, cf. 350.19, Herm.in Phdr.105, Orac.Chald.l.c., del poeta inspirado, Herm.in Phdr.111
receptáculo ὃν (νοῦν) ... ἀξιώτατον ἡγοῦμαι δοχέα θεοῦ Synes.Ep.151.
2 huésped, anfitrión στεφανωθήσεται ... καθ' ἑκάστην σύνοδον ὑπὸ τοῦ δοχέως IG 12.Suppl.365.11 (Tasos II d.C.).

Greek Monolingual

δοχεύς, ο (Α)
αυτός που δέχεται κάτι, δέκτης (ειδ. για χρησμό ή έμπνευση).