εὐκατάγνωστος
English (LSJ)
ον, A blameworthy, Mitteis Chr.31 viii 11 (ii B. C.), EM400.6.
German (Pape)
[Seite 1073] tadelhaft, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκατάγνωστος: -ον, ἀξιοκατάκριτος, ἀξιόμεμπτος, Καν. τῆς ἐν Ἐφέσῳ Συνόδ. σ. 247. 32.
Greek Monolingual
εὐκατάγνωστος, -ον (Α)
αξιόμεμπτος, αξιοκατάκριτος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -κατα-γνωστος (< κατα-γιγνώσκω «καταδικάζω»), πρβλ. α-κατά-γνωστος].