εὐμενία

Revision as of 02:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A v. εὐμένεια.

German (Pape)

[Seite 1080] ἡ, p. = εὐμένεια, Pind. P. 12, a.

Greek (Liddell-Scott)

εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος ἰσοδύναμος τῷ εὐμένεια, Πινδ. Π. 12. 8.

English (Slater)

εὐμενία
   1 good will ἵλαος ἀθανάτων ἀνδρῶν τε σὺν εὐμενίᾳ δέξαι στεφάνωμα τόδ (P. 12.4)

Greek Monolingual

εὐμενία, ἡ (Α) ευμενής
ποιητ. τ. του ευμένεια.

Greek Monotonic

εὐμενία: ἡ, ποιητ. τύπος του εὐμένεια, σε Πίνδ.

Russian (Dvoretsky)

εὐμενία: ἡ Pind. = εὐμένεια.