εὐτείχιστος

Revision as of 09:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A well-fortified, f.l. for ἀτ-, Plb.3.90.8.

Greek (Liddell-Scott)

εὐτείχιστος: -ον, καλῶς τετειχισμένος, Πολύβ. 3. 90, 8, ἀμφίβ.

Greek Monolingual

-η, -ο (Α εὐτείχιστος, -ον)
ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός
νεοελλ.
αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α-τείχιστος, θαλασσο-τείχιστος].

Russian (Dvoretsky)

εὐτείχιστος: Polyb., Diod. = εὐτείχεος.