εὐτείχιστος
From LSJ
ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόν → sleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)
English (LSJ)
εὐτείχιστον, well-fortified, f.l. for ἀτ-, Plb.3.90.8.
German (Pape)
mit guten Mauern versehen, stark ummauert, wohl befestigt, πόλις Pol. 3.90.8; DS. 3.47.
Russian (Dvoretsky)
εὐτείχιστος: Polyb., Diod. = εὐτείχεος.
Greek (Liddell-Scott)
εὐτείχιστος: -ον, καλῶς τετειχισμένος, Πολύβ. 3. 90, 8, ἀμφίβ.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐτείχιστος, -ον)
ο καλά τειχισμένος, ο οχυρός
νεοελλ.
αυτός που τειχίζεται καλά, εύκολα, με επιτυχία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τειχιστος (< τειχίζω), πρβλ. ατείχιστος, θαλασσοτείχιστος].