εὐφόρητος

Revision as of 09:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A endurable, τινι A.Ch.353 (lyr.).

Greek (Liddell-Scott)

εὐφόρητος: -ον, εὐκόλως φερόμενος. ὑποφερτός, τινι Αἰσχύλ. Χο. 353, Κύριλλ. Ἀλ. τ. 1. σ. 388Β, Θεόδ. Στουδ. σ. 182Β.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à supporter.
Étymologie: εὖ, φορέω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐφόρητος, -ον)
αυτός που μεταφέρεται, που βαστάζεται εύκολα, ευκολοβάσταχτος
μσν.-αρχ.
μτφ. ανεκτός, υποφερτός («τὸ τῆς δουλείας ἄχθος εὐφορητότερον», Κύριλλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φορητός (< φέρω)].

Greek Monotonic

εὐφόρητος: -ον, αυτός που υποφέρεται εύκολα, υποφερτός, ανεκτός, τινι, σε Αισχύλ.

Russian (Dvoretsky)

εὐφόρητος: легко выносимый, т. е. в котором можно утешиться (τάφος Aesch.).

Middle Liddell

εὐ-φόρητος, ον
easily borne, endurable, τινι Aesch.