θανατοποιός

Revision as of 09:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

όν, A causing death, Sch.S.Tr.858.

German (Pape)

[Seite 1186] Tod bewirkend, Schol. Soph. Tr. 869.

Greek (Liddell-Scott)

θᾰνᾰτοποιός: -όν, προξενῶν θάνατον, Σχόλ. Σοφ. Τρ. 869.

Greek Monolingual

θανατοποιός, -όν (AM)
αυτός που προκαλεί ή επιφέρει τον θάνατο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θάνατος + -ποιος (< ποιώ), πρβλ. θαυματο-ποιός, σκηνο-ποιός.