θαλασσοτείχιστος

Revision as of 09:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A gloss on ἁλιερκής, Sch.Pi.O.8.34.

German (Pape)

[Seite 1183] Erkl. von ἁλιερκής, Schol. Pind. Ol. 8, 34.

Greek (Liddell-Scott)

θαλασσοτείχιστος: -ον, ἑρμην. τοῦ ἁλιερκής, Σχόλ. Πινδ. Ὀλ. 8, 34.

Greek Monolingual

θαλασσοτείχιστος, -ον (Α)
αυτός που περιβάλλεται από θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαλασσο- + -τείχιστος (< τειχίζω), πρβλ. α-τείχιστος, ευαπο-τείχιστος].