θερμαντήριος

Revision as of 09:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A promoting warmth, φάρμακα Hp.Loc.Hom.17. II χαλκίον θ.,= θερμαντήρ, IG4.39 (Aegina), 22.1416, Gal.13.663.

German (Pape)

[Seite 1201] zum Erwärmen geschickt, Hippocr. u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

θερμαντήριος: -α, -ον, προξενῶν θερμότητα, φάρμακα Ἱππ. 416. 5. ΙΙ. χαλκίον θερμαντήριον = θερμαντήρ, Συλλ. Ἐπιγρ. 161, 2139 οὕτω, θερμαντήριον μόνον, Γαλην.

Greek Monolingual

θερμαντήριος, -ία, -ον (Α) θερμαντήρ
1. αυτός που προκαλεί θερμότητα («θερμαντήρια φάρμακα», Ιπποκρ.)
2. φρ. «χαλκίον θερμαντήριον» — θερμαντήρας.