θεμελιωτής

Revision as of 09:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

οῦ, ὁ, A founder, Gloss.

German (Pape)

[Seite 1193] ὁ, der Gründer.

Greek (Liddell-Scott)

θεμελιωτής: -οῦ, ὁ, ὁ θεμελιῶν, καταβάλλων τὸ θεμέλιον, ἱδρυτής, Γλωσσ.

Greek Monolingual

ο (Α θεμελιωτής) θεμελιώνω
μτφ. αυτός που θεμελιώνει, που ιδρύει, ο ιδρυτήςθεμελιωτής της επιχειρήσεως»)
νεοελλ.
αυτός που θέτει τα θεμέλια ενός οικοδομήματος ή άλλου έργου.