θηριόπληκτος

Revision as of 09:55, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A struck by a poisonous animal, Cat.Cod.Astr.8(4).150.

Greek (Liddell-Scott)

θηριόπληκτος: -ον, πληγεὶς ὑπὸ θηρίων, Ἀνώνυμ. Cod. Par. 2256, fol. 556 ro.

Greek Monolingual

θηριόπληκτος, -ον (Α)
αυτός που έχει πληγωθεί ή δαγκωθεί από δηλητηριώδες άγριο ζώο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θηρίο + -πληκτος (< πλήσσω), πρβλ. κατά-πληκτος, κεραυνό-πληκτος].