θρανίον

Revision as of 10:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

τό,=foreg., Id.Ra.121, Ael.NA16.33; A the rower's bench, Poll.1.94 (pl., with v.l. θρανεῖα). 2 close-stool, Hsch. 3 = θρᾶνος 11.1,2, Id.

German (Pape)

[Seite 1215] τό, dim. von θρᾶνος, ein Stühlchen, Bänkchen, VLL.; Ar. Ran. 121 ἀπὸ κάλω καὶ θρανίου, Strick u. Schemel, wie es beim Hängen gebraucht wird; Ael. N. A. 16, 33. – Nach Poll. 1, 94 auch = Ruderbank.

Greek (Liddell-Scott)

θρᾱνίον: τό, ὑποκορ. τοῦ θρᾶνος, Ἀριστοφ. Βατρ. 121, Αἰλ. π. Ζ. 16. 33· τὸ θρανίον τοῦ κωπηλάτου, Πολυδ. Α΄, 94. 2) = λάσανα, ἀφοδευτήριος δίφρος, Ἡσύχ. ἐν λ. θρανίον καὶ λάσανα. 3) = ὑποπόδιον Ἡσύχ. 4) «τὸ ὑπὸ τοῖς φατνώμασι σανίδωμα» Ἡσύχ.

French (Bailly abrégé)

ου (τό) :
banc, escabeau.
Étymologie: θρᾶνος.

Greek Monotonic

θρᾱνίον: τό, υποκορ. του θρᾶνος, σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

θρᾱνίον: τό [demin. к θρᾶνος скамейка или стул Arph.