λάσανα
ταῦτα δὲ ἔδει ποιῆσαι κἀκεῖνα μὴ ἀφιέναι → these things should have been done without neglecting the others | these are the things you should have done without neglecting the others | these ought ye to have done, and not to leave the other undone
English (LSJ)
τά, (cf. λάανα) always in plural,
A trivet or stand for a pot, Ar.Pax893 (ubi v. Sch.), Diocl.Com.8.
II night-stool, Hp.Fist. 9, Cratin.49 (cj. Mein. for λαχάνοις), Pherecr.88, Eup.224, Ar.Fr. 462: also in sg., like Lat. lasanum, Hp.Superf.8, AP11.74.8 (Nicarch.):—hence λασανοφόρος, ὁ, slave who had charge of the night-stool, Plu.2.182c, 360d:—also λᾰσᾰνίτης [ῑ] δίφρος BGU1116.25 (i B.C.).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
1 trépied de cuisine ; cuisine;
2 chaise percée, pot de chambre.
Étymologie: DELG v. λάσανον.
Greek (Liddell-Scott)
λάσᾰνα: [ᾰσ], τά, ὡς τὸ χυτρόποδες, ἀείποτε ἐν τῷ πληθ., τρίπους ἐσχάρα ἐφ’ ἧς ἐτοποθετεῖτο ἡ χύτρα, μαγειρικὸν σκεῦος, Ἀριστοφ. Εἰρ. 893 (ἔνθα ἴδε τὸν Σχολ.), Διοκλ. ἐν «Μελίτταις» 3. ΙΙ. ἕδρα πρὸς ἀποπάτησιν, «καθίκι», ἀποπατοῦντ’ ἐπὶ τοῖς λασάνοις (ἔνθα νῦν διωρθώθη λαχάνοις) Κρατῖν. ἐν «Δραπέτισιν» 8, Φερεκρ. ἐν «Κραπατάλλοις» 12, ἐν Ἀδήλ. 43· ἐμοὶ γὰρ οὐκ ἔστ’ οὐδὲ λάσαν’ ὅπου χέσω Εὔπολ. ἐν «Πόλεσιν» 31, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 80· ὡσαύτως ἐν τῷ ἑν., ὡς τὸ Λατ. lasanum, Ἱππ. 261. 13, Ἀνθ. Π. 11. 74· - ἐντεῦθεν λᾰσᾰνο-φόρος, ὁ δοῦλος ὁ ἔχων τὴν φροντίδα τοῦ κοπροδοχείου, Πλούτ. 2. 182C, πρβλ. Ὁρ. Σατ. 1. 6, 109, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 1. 19, 17.
Greek Monolingual
λάσανον, τὸ (Α)
1. (πολύ συχνά στον πληθ.) τὰ λάσανα
τρίπολη σχάρα πάνω στην οποία τοποθετούσαν τη χύτρα
2. (στον εν.) έδρα για αποπάτηση, καθοίκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Πρόκειται για ουσιαστικό που δηλώνει όργανο με τη χαρακτηριστική κατάλ. -ανον (πρβλ. έδρανον, τρύπανον). Έχει αναχθεί σε ινδ. ρίζα lndh- και έχει συνδεθεί με αρχ. ινδ. randh- «μαγειρεύω» και αρχ. πρωσ. landan «φαγητό, έδεσμα». Παραμένει όμως ανερμήνευτη στο θέμα του η παρουσία του -σ-].
Greek Monotonic
λάσᾰνα: [ᾰσ], τά, πάντα στον πληθ., τρίποδας πάνω στον οποίο τοποθετούσαν την χύτρα (μαγειρικό σκεύος)· επίσης, σχάρα, σε Αριστοφ.
Frisk Etymological English
Grammatical information: pl.
Meaning: trivet or stand for a pot, usually night-stool (Hp., com.).
Other forms: rarely sg. -ον, n.
Compounds: λασανο-φόρος m. name of a slave (Plu.)
Derivatives: λασανίτης δίφρος (pap.; Redard 116), meaning unclear, cf. Preisigke Wb. s.v.; λάανα ἐπίστατον H.
Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]X [probably]
Etymology: Instrument name in -ανον (Chantraine Form. 199); further unknown. Unacceptable supposition by Lagercrantz (Lautgeschichte 13 f.) in Bq and WP. 2, 439. Lat. LW [loanword] lasanum. - On λάσα τράπεζα πληρεστάτη H. see on λάσιος. - No etym.; the word may be Pre-Greek.
Middle Liddell
λᾰ́σᾰνα, τά,
always in plural, a trivet or stand for a pot; also a gridiron, Ar.
Frisk Etymology German
λάσανα: {lásana}
Forms: selten sg. -ον,
Grammar: n. pl.,
Meaning: Dreifuß als Unterlage eines Topfes, gew. Nachtstuhl (Hp., Kom. u. a.)
Composita: mit λασανοφόρος m. N. eines Sklaven (Plu.);
Derivative: λασανίτης δίφρος (Pap.; Redard 116), Bed. unklar, vgl. Preisigke Wb. s.v.; λάανα· ἐπίστατον H.
Etymology: Gerätename auf -ανον (Chantraine Form. 199); sonst dunkel. Unhaltbare Vermutung von Lagercrantz (Lautgeschichte 13 f.) bei Bq und WP. 2, 439. Lat. LW lasanum — Ganz fraglich ist die Zugehörigkeit von λάσα· τράπεζα πληρεστάτη H.
Page 2,87