θρεκτικός

Revision as of 10:00, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, (τρέχω) A able to run, Att. for τροχαστικός, acc. to Moer.p.187 P.: Sup. -ώτατος Hsch.

German (Pape)

[Seite 1217] zum Laufen geschickt, schnell, nach Moeris attisch für τροχαστικός.

Greek Monolingual

θρεκτικός, -ή, -όν (Α) θρεκτός
ταχύς, ικανός για τρέξιμο.