θυλακίσκος

Revision as of 10:05, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ὁ,= A θυλάκιον 1, bread-basket, Ar.Fr.545, Crates Com.14. II = θυλάκιον ΙΙ, Dsc.2.106.

Greek (Liddell-Scott)

θῡλᾰκίσκος: ὁ, = τῷ προηγ. Ι, καλάθιον ἄρτου, «σακκοῦλι», Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 464, Κράτης ἐν Θηρ. 1· β΄ ὑποκορ. θυλακίσκιον, Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 32. ΙΙ. = θυλάκιον, Διοσκ. 2. 128.

Greek Monolingual

θυλακίσκος, ὁ (Α)
1. καλάθι ψωμιού, σακούλι
2. θυλάκιο, μικρός σάκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. μην-ίσκος, οβελ-ίσκος)].

Russian (Dvoretsky)

θῡλᾰκίσκος: ὁ Arph. = θυλάκιον.