θολωτός

Revision as of 10:10, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A built like a θόλος, τεῖχος Procop.Aed.4.11.

Greek (Liddell-Scott)

θολωτός: -ή, -όν, ᾠκοδομημένος ὡς θόλος, Προκοπ. Κτίσματα 91Α, κτλ. ΙΙ. (θολόω) τεταραγμένος, νοῦς Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (ΑΜ θολωτός, -ή, -όν) θόλος
1. αυτός που έχει θόλο
2. θολοειδής, αψιδωτός.