θολόω

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θολόω Medium diacritics: θολόω Low diacritics: θολόω Capitals: ΘΟΛΟΩ
Transliteration A: tholóō Transliteration B: tholoō Transliteration C: tholoo Beta Code: qolo/w

English (LSJ)

A make turbid, prop. of water, θ. ἅπαντα, of the cuttle-fish, Antiph.26.2; of fishermen, Arist.Fr.311:—Pass., τεθολωμένα ὕδατα Hp.Aër.7; τεθ. ἀήρ Philyll.20.
2 metaph., θολοῖ δὲ καρδίαν E.Alc.1067; τεθολωμένος confounded by joy, Pherecr.115; θολοῦσθαί τι τῶν σπλάγχνων Philostr.VA8.7; γένος… τεθολωμένον γειτόνημα Procop.Goth.4.19.
II soak, σπόγγοις διὰ ψυχροῦ ὕδατος… τεθολωμένοις Orib.8.6.36.

German (Pape)

[Seite 1214] schmutzig machen, trüben, τὸ ὕδωρ Ath. VII, 298 b; vgl. Antiphan. bei Ath. VIII, 338 e, wo es von den Dintenfischen gebraucht ist, vgl. θολός. – Uebtr., beunruhigen, betrüben, τὴν καρδίαν Eur. Alc. 1066; nach Phot. u. E. M. τεθολωμένος καὶ ἐπὶ χαρᾶς, aus Pherecrat. belegt.

French (Bailly abrégé)

θολῶ :
pf. τεθόλωκα, part. pf. Pass. τεθολωμένος;
troubler : καρδίαν EUR le cœur.
Étymologie: θολός.

Russian (Dvoretsky)

θολόω: θολός II]
1 делать мутным, мутить (τὸ ὕδωρ Arst.);
2 смущать, волновать (τὴν καρδίαν Eur.).

Greek (Liddell-Scott)

θολόω: μέλλ. -ώσω, κάμνω τι θολόν, κυρίως ἐπὶ ὕδατος, θολ. ἅπαντα, ἐπὶ τῆς σηπίας, Ἀντιφ. ἐν «Ἁλιεῦσι» 1· ἐπὶ ἁλιέων, Ἀριστ. Ἀποσπ. 294. - Παθ., τεθολωμένον ὕδωρ Ἱππ. π. Ἀέρ. 283· τεθ. ἀὴρ Φιλύλλ. ἐν Ἀδήλ. 1. 2) μεταφ., ὡς τὸ Λατ. perturbare, θολοῖ δὲ καρδίαν Εὐρ. Ἀλκ. 1067· τεθολωμένος, συγκεχυμένος ἐκ χαρᾶς, Φερεκρ. ἐν Μυρμ. 7. - Πρβλ. καλχαίνω, πορφύρω, ὡσαύτως ἀνα-, δια-, ἐπι-, κατα-, παρα-, ὑποθολόω.

Greek Monotonic

θολόω: μέλ. -ώσω, θολώνω, κυρίως λέγεται για το νερό· μεταφ., θ. καρδίαν, σε Ευρ.

Middle Liddell

θολόω, fut. -ώσω [from θολός
to make turbid, properly of water: metaph., θ. καρδίαν Eur.