θολοειδής
θεὸς δ' ἁμαρτάνουσιν οὐ παρίσταται → God doesn't stand by those who do wrong → A peccatore sese numen segregat → Ein Gott steht denen, die da freveln, niemals bei
English (LSJ)
θολοειδές,
A like a θόλος, Callix.1, Str.4.4.3; of the Roman Pantheon, D.C.53.27. Adv. θολοειδῶς, κοιλανθεῖσα Dsc.4.153, cf. D.L. 2.9.
2 like a θολία, cj. Scal. for θηλοειδῆ in Thphr. HP 3.9.6 (fort. θολιοειδής).
German (Pape)
[Seite 1214] ές, kuppelförmig, ναός Ath. V, 205 c; vom Pantheon in Rom, D. Cass. 53, 27; πῶμα, s. θολία. – Auch adv., Diosc.; τὰ δ' ἄστρα θολοειδῶς ἐνεχθῆναι D. L. 2, 9.
Greek (Liddell-Scott)
θολοειδής: -ές, (εἶδος) ὅμοιος πρὸς θόλον, Θεόφρ. Ι. Φ. 3. 9, 6, Ἀθήν. 205Ε· περὶ τοῦ ἐν Ρώμῃ Πανθέου, Δίων Κ. 53. 27. - Ἐπίρρ. -δῶς, Διογ. Λ. 2. 9.
Greek Monolingual
-ές (Α θολοειδής, -ές)
αυτός που μοιάζει ή έχει σχήμα θόλου
αρχ.
1. αυτός που μοιάζει με θολία
2. (ειδ.) το Πάνθεον στη Ρώμη.
επίρρ...
θολοειδώς (Α θολοειδῶς)
με τρόπο θολοειδή, όμοια με θόλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θόλος + -ειδής (< είδος)].