καλλιερία

Revision as of 10:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A v. καλλιαρία.

Greek Monolingual

καλλιερία και δωρ. τ. καλλιαρία, ἡ (Α) καλλιερώ
ευνοϊκή θυσία, η εύρεση αίσιων σημείων στο ήπαρ του σφαγίου.