καλλιερώ
From LSJ
πάτερ, ἄφες αὐτοῖς, οὐ γὰρ οἴδασιν τί ποιοῦσιν → father, forgive them, for they know not what they do
Greek Monolingual
καλλιερῶ, -έω (AM)
παίρνω ευνοϊκά σημάδια κατά την τέλεση της θυσίας μου, η θυσία μου στον θεό αποβαίνει ευπρόσδεκτη
αρχ.
1. θυσιάζω με αίσιους οιωνούς, με ευνοϊκά σημεία («καλλιερήσαι ταῖς Νύμφαις τὸν ἀμνὸν»)
2. (για θυσία) αποβαίνω ευνοϊκή, παρέχω καλά σημάδια («καλλιερησάντων τῶν ἱρῶν ἐπορεύοντο», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ιερώ (< ἱερός), πρβλ. δυσιερώ].