καλαμοστεφής

Revision as of 10:35, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ές, A covered with reed, βύρσαι Batr.127.

German (Pape)

[Seite 1307] ές, mit Rohr bekränzt, bedeckt, Batrach. 127.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
couronné ou couvert de roseaux.
Étymologie: κάλαμος, στέφω.

Greek Monolingual

καλαμοστεφής, -ές (Α)
καλαμοστεφανωμένος, αυτός που έχει στεφθεί ή έχει καλυφθεί με καλάμια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάλαμος + -στεφής (< στέφος, τὸ < στέφω), πρβλ. ιχθυ-στεφής, ροδο-στεφής].

Greek Monotonic

κᾰλᾰμοστεφής: -ές (στέφω), καλυμμένος από καλάμι, σε Βατραχομ.

Russian (Dvoretsky)

κᾰλᾰμοστεφής: увенчанный или покрытый тростником (βύρσαι Batr.).

Middle Liddell

κᾰλᾰμο-στεφής, ές στέφω
covered with reed, Batr.