καρποτοκία

Revision as of 10:40, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A bearing of fruit, Thphr.HP1.2.1, CP2.1.2 (pl.).

German (Pape)

[Seite 1329] ἡ, das Fruchterzeugen, Fruchttragen, Theophr.

Greek (Liddell-Scott)

καρποτοκία: ἡ, καρποφορία, Θεόφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 2, 2, π. Φυτ. Αἰτ. 2. 1, 2.

Greek Monolingual

η (Α καρποτοκία) καρποτόκος
ο σχηματισμός του καρπού.