καρποτόκος

From LSJ

Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.

Sophocles, Oedipus at Colonus, 1280-4
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καρποτόκος Medium diacritics: καρποτόκος Low diacritics: καρποτόκος Capitals: ΚΑΡΠΟΤΟΚΟΣ
Transliteration A: karpotókos Transliteration B: karpotokos Transliteration C: karpotokos Beta Code: karpoto/kos

English (LSJ)

(parox.), ον, bearing fruit, epithet of Demeter, v.l. in AP12.225 (Strat.), of Isis, APl.4.264: metaph., Ph.1.53.

German (Pape)

[Seite 1329] Frucht erzeugend; Δημήτηρ Strat. 67 (XII, 225); 'Ισις Ep. ad. 271 (Plan. 264); Philo.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui produit des fruits.
Étymologie: καρπός, τίκτω.

Russian (Dvoretsky)

καρποτόκος: рождающий плод, выращивающий плоды (Δημήτηρ Anth.).

Greek (Liddell-Scott)

καρποτόκος: -ον, καρποφόρος, Ἀνθ. Π. 12. 225, Φίλων 1. 53, κτλ.

Greek Monolingual

καρποτόκος, -ον και ποιητ. τ. θηλ. καρποτόκεια (Α)
αυτός που παράγει καρπούς, ο καρποφόρος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καρπός (Ι) + -τόκος (< τίκτω), πρβλ. αρρενοτόκος, θεοτόκος.

Greek Monotonic

καρποτόκος: -ον (τίκτω), καρποφόρος, σε Ανθ.

Middle Liddell

καρπο-τόκος, ον τίκτω
bearing fruit, Anth.