κατάφαρκτος

Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A = κατάφρακτος (q.v.).

Greek (Liddell-Scott)

κατάφαρκτος: -ον, = κατάφρακτος, ὃ ἴδε.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
enfermé dans.
Étymologie: = κατάφρακτος de κατά, φράγνυμι.

Greek Monolingual

κατάφαρκτος, -ον (Α)
(αττ. τ.) βλ. κατάφρακτος.

Greek Monotonic

κατάφαρκτος: -ον = κατάφρακτος.

Russian (Dvoretsky)

κατάφαρκτος: заключенный, замурованный (πετρώδει ἐν δεσμῷ Soph.).

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κατάφαρκτος -ον opgesloten.