κατάσκληρος

Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A very hard, Ph.Bel.71.30, Hippiatr. 96.

German (Pape)

[Seite 1379] hart, Mathem. vett.

Greek (Liddell-Scott)

κατάσκληρος: λίαν σκληρός, μήτε κατ. λίαν μήτε μαλακὸν Φίλων Math. Vett. σ. 71, Ἱππιατρ.

Greek Monolingual

κατάσκληρος, -ον (AM)
υπερβολικά σκληρός.