καρχαρέος

Revision as of 10:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

α, ον, A = κάρχαρος, κύνες EM493.1; cf.foreg.ΙΙ.

German (Pape)

[Seite 1332] eigtl. = Vorigem; bes. bissig, von Hunden u. Wölfen, E. M. 493, 1, als v. l. für καρχαλέος bei Ap. Rh. u. Tryph.

Greek (Liddell-Scott)

καρχαρέος: -α, -ον, = κάρχαρος, ἴδε καρχαλέος ΙΙ.

Greek Monolingual

καρχαρέος, -α, -ον (Α) κάρχαρος
κάρχαρος, δηκτικός, με κοφτερά δόντια.