α, ον, A = κάρχαρος, κύνες EM493.1; cf.foreg.ΙΙ.
[Seite 1332] eigtl. = Vorigem; bes. bissig, von Hunden u. Wölfen, E. M. 493, 1, als v. l. für καρχαλέος bei Ap. Rh. u. Tryph.
καρχαρέος: -α, -ον, = κάρχαρος, ἴδε καρχαλέος ΙΙ.
καρχαρέος, -α, -ον (Α) κάρχαροςκάρχαρος, δηκτικός, με κοφτερά δόντια.