κατακτάς

Revision as of 10:58, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

κατακτάμενος, A v. κατακτείνω.

Greek (Liddell-Scott)

κατακτάς: κατακτάμενος, ἴδε κατακτείνω.

Greek Monotonic

κατακτάς: Επικ. μτχ. αορ. βʹ του επόμ.· -κτάμενος, μέσ.

Russian (Dvoretsky)

κατακτάς: Hom., Trag. part. aor. к κατακτείνω.