κνιπεία

Revision as of 12:24, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ἡ, A miserliness, Doroth.in Cat.Cod.Astr.6.81.

German (Pape)

[Seite 1461] ἡ, Knickerei, Armuth, Mangel, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κνῑπεία: ἢ κνιπία, ἡ, (κνιπὸς) φειδωλία, προσέτι, ἔνδεια, Δωροθ. 837Β, Θεοφάν. Χρον. σ. 248, κλ., Βυζ.

Greek Monolingual

κνιπεία, ή (AM) κνιπεύω
μσν.
κνιπία.
αρχ.
φιλαργυρία, τσιγκουνιά.