κεραύνειος

Revision as of 12:25, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ον, A wielding the thunder, Ζεύς AP7.49 (Bianor).

German (Pape)

[Seite 1422] Ζεύς, der den Donnerkeil schleudert, Bian. 13 (VII, 49).

Greek (Liddell-Scott)

κεραύνειος: -ον, ὁ τὸν κεραυνὸν χειριζόμενος, Ζεὺς Ἀνθολογ. Π. 7. 49.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lance la foudre (ép. de Zeus).
Étymologie: κεραυνός.

Greek Monolingual

κεράνειος, -ον (Α) κεραυνός
αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.

Greek Monotonic

κεραύνειος: -ον (κεραυνός), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.

Russian (Dvoretsky)

κεραύνειος: поражающий громом, мечущий молнии (Ζεύς Anth.).

Middle Liddell

κεραύνειος, ον κεραυνός
wielding the thunder, Anth.