κεραύνειος
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
κεραύνειον, wielding the thunder, Ζεύς AP7.49 (Bianor).
German (Pape)
[Seite 1422] Ζεύς, der den Donnerkeil schleudert, Bian. 13 (VII, 49).
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui lance la foudre (ép. de Zeus).
Étymologie: κεραυνός.
Russian (Dvoretsky)
κεραύνειος: поражающий громом, мечущий молнии (Ζεύς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
κεραύνειος: -ον, ὁ τὸν κεραυνὸν χειριζόμενος, Ζεὺς Ἀνθολογ. Π. 7. 49.
Greek Monolingual
κεράνειος, -ον (Α) κεραυνός
αυτός που εξακοντίζει τον κεραυνό.
Greek Monotonic
κεραύνειος: -ον (κεραυνός), αυτός που διαφεντεύει τον κεραυνό, σε Ανθ.
Middle Liddell
κεραύνειος, ον κεραυνός
wielding the thunder, Anth.