κεπφαττελεβώδης

Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A as brainless as a κέπφος or an ἀττέλεβος, cj. Bentl. in Archestr.Fr.23.14.

German (Pape)

[Seite 1419] ες, = κεπφώδης, Archestr. bei Ath. IV, 163 d, nach Bentley's Em.

Greek (Liddell-Scott)

κεπφαττελεβώδης: -ες, = κεπφώδης, Ἀρχέστρ. παρ’ Ἀθην. 163D, κατὰ τὸν Bentl. (ἐκ τοῦ κέπφος, ἀττέλεβος).

Greek Monolingual

κεπφαττελεβώδης, -ῶδες (Α)
ο ανόητος σαν τον κέπφο και τον αττέλαβο, τόσο ανόητος και ελαφρός όσο είναι το θαλασσοπούλι κέπφος και η ακρίδα αττέλαβος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κέπφος + ἀττέλαδος + κατάλ. -ώδης. Το -ε- στο -λε- αφομοιωτικά προς το πρώτο].