κιναιδίζω

Revision as of 12:30, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

A practise unnatural vice, Antioch.Astr.in Cat.Cod.Astr.7.113.

Greek Monolingual

κιναιδίζω (Α) κίναιδος
(ενεργ. και μέσ.) είμαι κίναιδος, ενεργώ και συμπεριφέρομαι ως κίναιδος.