κιρσώδης

Revision as of 12:45, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ες, A = κιρσοειδής, Hp.Prorrh.2.10, Gal.UP14.7 (Comp.), 10.

German (Pape)

[Seite 1442] ες, = κιρσοειδής, Medic.

Greek (Liddell-Scott)

κιρσώδης: -ες, = κιρσοειδής, Ἱππ. 94C, Γαλην.

Greek Monolingual

-ες (Α κιρσώδης, -ῶδες) κιρσός
1. κιρσοειδής
νεοελλ.
αυτός που είναι γεμάτος κιρσούς.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κιρσώδης -ες geneesk. als een spatader.