ὁ, A sheathing, Id.:—also κολε-αρχος· κακόσχολον ὄνομα, Id. κολεῖν· ἐλθεῖν, Id.
κολεασμός, ὁ (Α) κολεάζω(κατά τον Ησύχ.) η τοποθέτηση σε θήκη.