κολυμβίς

Revision as of 12:50, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ίδος, ἡ, A diver, name of a bird, prob. grebe, Podiceps minor, Ar.Av.304, Arist.HA593b17, Alex.Mynd. ap. Ath.9.395d; cf. κολυμβάς 11.1: as Adj., κ. αἴθυιαι Arat.296.

German (Pape)

[Seite 1476] ίδος, ἡ, = κολυμβάς, eine Entenart; Ar. Av. 306, vgl. Ath. IX, 395 d; Arist. H. A. 8, 3.

Greek (Liddell-Scott)

κολυμβίς: -ίδος, ἡ, κολυμβῶσα, ὄνομα πτηνοῦ τινος δυτικοῦ, ἴσως ἡ ἀγρία νῆσσα, Ἀριστοφ. Ὄρν. 304, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 8. 3, 15· πρβλ. κολυμβὰς ΙΙ. 1· ― ὡς ἐπίθ., κ. αἴθυιαι Ἄρατ. 296.

French (Bailly abrégé)

ίδος (ἡ) :
plongeon, oiseau.
Étymologie: κόλυμβος.

Greek Monolingual

κολυμβίς, -ίδος, ἡ (Α) κόλυμβος
1. κολυμβήτρια
2. είδος πτηνού, πιθ. η άγρια πάπια.

Greek Monotonic

κολυμβίς: -ίδος, ἡ, θαλασσοπούλι, «γλαροπούλι», σε Αριστοφ.

Russian (Dvoretsky)

κολυμβίς: ίδος ἡ предполож. птица нырок Arph., Arst.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

κολυμβίς -ίδος, ἡ [κόλυμβος] fuut (watervogel).

Middle Liddell

κολυμβίς, ίδος
a sea-bird, a diver, Ar. [from κόλυμβος

English (Woodhouse)

diver bird