κρυψίφρων
English (LSJ)
φρονος, ὁ, ἡ, A = κρυψίνοος, Eust.1574.20.
German (Pape)
[Seite 1517] = κρυψίνοος, Eust. 1574, 21.
Greek (Liddell-Scott)
κρυψίφρων: -φρονος, ὁ. ἡ, = κρυψίνοος, Εὐστ. 1574. 20.
Greek Monolingual
κρυψίφρων, -ονος, ὁ, ἡ (Μ)
κρυψίνους.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κρυψι- (βλ. κρυπτο-) + -φρων (< φρήν), πρβλ. θελξί-φρων, ταλασί-φρων].