κωλυτός

Revision as of 13:20, 30 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "   <span class="bld">" to "<span class="bld">")

English (LSJ)

ή, όν, A to be hindered, Arr.Epict.2.5.8, al.; ὑπό τινος ib.1.17.27.

Greek (Liddell-Scott)

κωλῡτός: -ή, -όν, ῥημ. ἐπίθ., ὃν δύναταί τις νὰ ἐμποδίσῃ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 5, 8, κτλ.· ὑπό τινος 1. 17, 27.

French (Bailly abrégé)

ή, όν :
qu’on peut ou qu’il faut empêcher.
Étymologie: adj. verb. de κωλύω.

Greek Monolingual

κωλυτός, -ή, -όν (Α) κωλύω
αυτός τον οποίο μπορεί κάποιος να εμποδίσει.